Τετάρτη 13 Απριλίου 2011

Ερωτήσεις και συζητήσεις της κ. ΛΙΤΣΑΣ ΑΜΜΑΝΑΤΙΔΟΥ-ΠΑΣΧΑΛΙΔΟΥ (βουλευτή ΣΥΡΙΖΑ)


9/4/2011

ΛΑΓΚΑΔΑΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΕΚΔΗΛΩΣΗ-ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΤΗΣ Ν.Ε. Β’ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΟΥ ΣΥΝ
«ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΗΣ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΣΕ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΡΙΣΗΣ»
ΛΙΤΣΑ ΑΜΜΑΝΑΤΙΔΟΥ-ΠΑΣΧΑΛΙΔΟΥ
(βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ Β’ Θεσσαλονίκης)

Αγαπητές φίλες και φίλοι
να ευχαριστήσω το Δήμο Λαγκαδά και το δήμαρχο Γιάννη Αναστασιάδη για τη συνεργασία και
φιλοξενία της σημερινής εκδήλωσης.
Στο πλαίσιο αυτής της συνάντησης χαίρομαι που έχουμε την ευκαιρία να συζητήσουμε έστω και κάπως γενικά θέματα αγροτικής πολιτικής, να δούμε ορισμένα προβλήματα της ελληνικής γεωργίας και κτηνοτροφίας και το πιο θετικό να ακουστούν αιτήματα και απόψεις παραγωγών και φορέων τους.
Είναι μαζί μας επίσης ο ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Νίκος Χουντής για τα θέματα που αφορούν την ΕΕ σχετικά με την αγροτική πολιτική και ο Κώστας Αμπατζάς δικηγόρος για τα θέματα της πολλαπλής συμμόρφωσης βάσει του ευρωπαϊκού κανονισμού, τα οποία έπρεπε ήδη να είναι γνωστά στους αγρότες με πρωτοβουλία του ΥΠΠΑΤ και σε συνεργασία με της πρώην Διευθύνσεις Γεωργίας και τους νέους Καλλικρατικούς Δήμους, ώστε οι αγρότες να μην χάσουν χρήματα.
Θεωρώ ότι μια τέτοια ουσιαστική συζήτηση θα είναι ένα είδος απάντησης στην πρόσφατη πρόταση του κυρίου Σκανδαλίδη προς την Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας για τη δημιουργία ενός Κέντρου Αγροτικής Ανάπτυξης Βορείου Ελλάδας.
Κατά την άποψή μου είναι μια πρόταση επικοινωνιακού χαρακτήρα που είναι βέβαιο ότι θα μείνει στα χαρτιά και μακάρι να διαψευστώ.

Να πούμε ότι η συζήτηση για τη γεωργία και το μέλλον της γίνεται σε συνθήκες οικονομικής κρίσης και ότι ο παραγωγικός τομέας εν γένει έχει περιέλθει σε μια επικίνδυνη ύφεση.
Ο αγροτικός τομέας όμως αποδεικνύεται μετά από συνεχή φθίνουσα πορεία των τελευταίων χρόνων ότι είναι ένας τομέας όπου υπάρχει πραγματική παραγωγή και ότι έχει τα στοιχεία ώστε να μπορέσει να βοηθήσει στην οικονομική ανάκαμψη της χώρας και ως ένα βαθμό στην έξοδο της χώρας από την κρίση.

Συνεπώς, η στήριξη των αγροτών και της αγροτικής παραγωγής αποτελεί πρωταρχική ανάγκη.
Η ελληνική γεωργία όπως και η γεωργία κάθε άλλη χώρας δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς σχεδιασμό και στήριξη.

Γιατί το πρόβλημα της γεωργίας και των κατοίκων της υπαίθρου σήμερα, δεν είναι μόνο πρόβλημα παραγωγής προϊόντων. Αποτελεί κοινή παραδοχή πλέον ότι το χάσμα μεταξύ κέντρου και περιφέρειας διαρκώς διευρύνεται.

Η απόκλιση αυτή αντικατοπτρίζεται όχι μόνο στο εισόδημα (π.χ. της Αττικής είναι τετραπλάσιο από εκείνο της Ευρυτανίας) αλλά και στις συνθήκες διαβίωσης, στοιχεία που οδηγούν τους κατοίκους της επαρχίας προς την Αθήνα τη Θεσσαλονίκη και τα μεγάλα αστικά κέντρα.
Η σημερινή κατάσταση δεν μπορεί να ικανοποιήσει ούτε καν τα βασικά θέματα που απασχολούν τους κατοίκους της περιφέρειας, την υγεία, την παιδεία, την κοινωνική μέριμνα και ασφάλεια και το εισόδημα.
Το αγροτικό οικογενειακό εισόδημα ανέρχεται στο 50% του μέσου ελληνικού εισοδήματος, και μάλιστα με αβέβαιο επαγγελματικό μέλλον. Οι υποδομές υγείας και κοινωνικής πρόνοιας είναι υποβαθμισμένες. Προσθέτοντας σε αυτά τον διαρκώς εντεινόμενο αποκλεισμό των χαμηλότερων οικονομικά στρωμάτων από την εκπαιδευτική διαδικασία και τον πολιτιστικό μαρασμό, ολοκληρώνεται η εικόνα του κοινωνικού αδιεξόδου και της ασφυξίας που βιώνουν ιδιαίτερα οι νέοι στην περιφέρεια σήμερα. Άλλωστε για το καυτό θέμα που προέκυψε εδώ και μήνες και έχει να κάνει με τις συγχωνεύσεις και καταργήσεις σχολείων και στο Δήμο Λαγκαδά, έχουμε τοποθετηθεί έχουμε καταθέσει ερωτήσεις στη βουλή, συζητήθηκε η επερώτηση του ΣΥΡΙΖΑ στις 21 Μάρτη που επίσης θέσαμε και τα σχολεία της περιοχής και τέλος τη Δευτέρα ο πρόεδρος του ΣΥΝ και πρόεδρος της ΚΟ του ΣΥΡΙΖΑ ο Αλέξης Τσίπρας επισκέφθηκε το Δήμαρχο Λαγκαδά και συναντήθηκε με τους φορείς που κινητοποιούνται ενάντια στη βούληση του Υπουργείου Παιδείας να κλείσει σχολεία με κριτήρια μόνον οικονομικά και όχι εκπαιδευτικά και κοινωνικά.  Οι καταργήσεις σχολείων ειδικά στην ύπαιθρο θα έχει δραματικές επιπτώσεις και αντί να υπάρξει ενδυνάμωση θα βοηθήσει στην περαιτέρω ερημοποίηση. Επίσης καλούνται να λύσουν τα προβλήματα σχολικής στέγης και λειτουργικών εξόδων οι νέοι ΟΤΑ χωρίς να έχουν την αντίστοιχη οικονομική δυνατότητα.
Οι νέοι, για να μείνουν στον τόπο τους, χρειάζονται στήριξη, και στήριξη δεν σημαίνει μόνο επιδοτήσεις. Σημαίνει και δημιουργία συνθηκών απασχόλησης, επενδυτικών διαρθρώσεων και κυρίως άρση των ανισοτήτων κέντρου - περιφέρειας.
Η ελάττωση του χάσματος κέντρου-περιφέρειας απαιτεί δικαιότερη κατανομή των πόρων (εθνικών και κοινοτικών), δηλαδή μεγαλύτερη ενίσχυση της επαρχίας και ένα μακρόπνοο εναλλακτικό σχέδιο ανασυγκρότησης της υπαίθρου που θα εμπεριέχει ως βασικό πυλώνα την ανόρθωση της αγροτικής οικονομίας.
Τίθεται όμως το ερώτημα: τι γεωργία θέλουμε;
Εμείς ως Συνασπισμός και ως ΣΥΡΙΖΑ απαντάμε, ότι θέλουμε μια γεωργία που θα εξασφαλίζει απασχόληση και ικανοποιητικό εισόδημα στην οικογενειακή αγροτική εκμετάλλευση και θα προωθεί την ανάπτυξη των συνεταιρισμών, των ομάδων παραγωγών και άλλων συλλογικών μορφών αγροτικής δραστηριότητας.
Μια γεωργία που χρησιμοποιεί ορθολογικά ήπια μέσα φυτοπροστασίας και λίπανσης.
Μια γεωργία που σέβεται τους φυσικούς πόρους, που συμβάλλει στον περιορισμό της διάβρωσης, που περιορίζει την κατανάλωση και τη ρύπανση των υδάτινων πόρων, που προσπαθεί να παράγει περισσότερη ενέργεια από όση καταναλώνει αξιοποιώντας στο έπακρο την ηλιακή ενέργεια, που προστατεύει τη βιοποικιλότητα και δεν χρησιμοποιεί γενετικά τροποποιημένους οργανισμούς.
Μια γεωργία που παράγει ποιοτικά προϊόντα, κατά τεκμήριο πιο πλούσια σε θρεπτικά στοιχεία, με αυστηρές προδιαγραφές και υπό τακτικό και διαρκή έλεγχο από ανεξάρτητους φορείς για την ασφαλή κατανάλωσή τους.
Ποιοτική γεωργία δεν μπορεί να ασκείται με τη στυγνή εκμετάλλευση του εργατικού δυναμικού και ιδίως των αλλοδαπών εργατών γης. Πρέπει να τους αναγνωριστεί η ουσιαστική συμβολή τους στη σημερινή αγροτική οικονομία, με πλήρη διασφάλιση ίσων εργασιακών και κοινωνικών δικαιωμάτων.
Φίλες και φίλοι υποστηρίζαμε τα τελευταία χρόνια ότι η φθίνουσα πορεία που ακολουθούν η ελληνική γεωργία και η κτηνοτροφία δεν είναι ούτε αναγκαία ούτε αναπόφευκτη. Ισχυριζόμαστε ότι η αρνητική εξέλιξη αυτού του δυναμικού παραγωγικού τομέα είναι αποτέλεσμα των νεοφιλελεύθερων επιλογών αλλά και της αγροτικής πολιτικής που εφαρμόζεται από τις κυβερνήσεις Νέας Δημοκρατίας και ΠΑΣΟΚ.
Η χώρα έχει ανάγκη από ένα εθνικό σχέδιο για την αγροτική ανάπτυξη που θα βάζει τις προτεραιότητες και θα έχει ένα βασικό στόχο: τη διασφάλιση του αγροτικού εισοδήματος με τη στήριξη των μικρομεσαίων αγροτών και της οικογενειακής γεωργίας και κτηνοτροφίας.
Η κοινή αγροτική πολιτική που ψήφισε το ΠΑΣΟΚ και που θεώρησε ότι μπορεί να συμβάλει στην αγροτική ανάπτυξη της χώρας, δημιούργησε πολλά προβλήματα στον πρωτογενή τομέα. Επιπλέον, ο τρόπος που διαχειρίστηκε τις κοινοτικές ενισχύσεις μας στοίχισε 1,3 δις ως πρόστιμο που επέβαλε η ΕΕ προς την Ελλάδα για παράνομες αγροτικές επιδοτήσεις. Βασική αιτία ήταν ότι η χώρα δεν απέκτησε ποτέ με ευθύνη των κυβερνήσεων ένα αξιόπιστο και διαφανές σύστημα διαχείρισης των επιδοτήσεων.
Το λέω αυτό, διότι άρχισε να ακούγεται επιτέλους όλο και πιο συχνά ότι η αναθέρμανση της οικονομίας και σε ένα βαθμό η έξοδος από την κρίση μπορεί να έρθει από τη γεωργία. Για πρώτη φορά μετά από χρόνια καταγράφεται αύξηση του αγροτικού πληθυσμού το 2010 κατά 8%: 60.000 άτομα, κυρίως νεαρής ηλικίας και υψηλού μορφωτικού επιπέδου δηλώνουν αγρότες.
Η εξέλιξη αυτή δυστυχώς πραγματοποιείται απρογραμμάτιστα, γιατί η κυβέρνηση αδυνατεί να διαχειριστεί αλλαγές και ρυθμίσεις που έχει ανάγκη ο γεωργικός τομέας.
Αυτό που θεωρούμε ως ιδιαίτερα σημαντικό ζήτημα και το οποίο σχετίζεται με το αγροτο-διατροφικό πρόβλημα της χώρας, την επάρκεια σε ποιοτικά τρόφιμα και τη βελτίωση του εμπορικού ισοζυγίου, είναι ο προβληματικός κλάδος της κτηνοτροφίας.
Είναι γνωστό και το γνωρίζουν αυτό καλύτερα οι έλληνες κτηνοτρόφοι, ότι η ελληνική κτηνοτροφία βρίσκεται σε κρίση και ότι υπάρχει πάντα κίνδυνος πολλοί απ’ αυτούς να την εγκαταλείψουν οριστικά. Και μιλάω και για τη συμβατική και για την βιολογική.
Το πρόβλημα ξεκινάει από τη διαμόρφωση του κόστους παραγωγής. Είναι γνωστό ότι οι τιμές των ζωοτροφών αυξήθηκαν μέχρι και 150% ενώ οι τιμές παραγωγού συμπιέστηκαν στα κατώτατα επίπεδα που δεν κάλυπταν καν το κόστος παραγωγής, όπως έγινε και στην περίπτωση του καρτέλ γάλακτος.
Επίσης, εξακολουθούν να υπάρχουν οι ανεξέλεγκτες παραγωγές και οι παράνομες ελληνοποιήσεις που δυσκολεύουν την προώθηση των ελληνικών κτηνοτροφικών προϊόντων στην ελληνική αγορά.  
Από εκεί και πέρα οι αλυσίδες εφοδιασμού αγροτο-διατροφικών προϊόντων καταδυναστεύουν παραγωγούς και μεταποιητές με τους βιομηχάνους και μεγαλέμπορους να ενεργούν με ασυδοσία σε βάρος των κτηνοτρόφων, και να συνεχίζεται βεβαίως το άνοιγμα ψαλίδας τιμών παραγωγού-καταναλωτή.
Για να προχωρήσει ο κλάδος της ελληνικής κτηνοτροφίας και να συνεχίσει να τροφοδοτεί τις μικρομεσαίες μεταποιητικές επιχειρήσεις, το εμπόριο και τις μεταφορές, πρέπει η κυβέρνηση να πάρει άμεσα μέτρα ανακούφισης των κτηνοτρόφων και να προωθήσει ρυθμίσεις μεσοπρόθεσμα για την ενίσχυση του κλάδου. Να παγώσει τα χρέη των κτηνοτρόφων για 3 χρόνια. Να μειώσει τον ΦΠΑ των ζωοτροφών στο 6,5%. Να παρέμβει στη διαμόρφωση των τιμών πάνω από το κόστος παραγωγής. Να δώσει επιστροφή φόρου πετρελαίου 4% επί των τιμολογίων πώλησης των κτηνοτροφικών προϊόντων. Να δώσει κίνητρα για τη δημιουργία μεταποιητικών μονάδων σε συνεταιρισμούς και ομάδες κτηνοτρόφων.
Υπάρχει έναν ανοιχτό ζήτημα που έχει άμεση σχέση με το αγροτικό εισόδημα: οι αποζημιώσεις του ΕΛΓΑ. Με τις αποζημιώσεις των αγροτών μέσω ΕΛΓΑ παίζουν οι εκάστοτε κυβερνώντες. Και διαιωνίζουν μία κατάσταση με κύρια χαρακτηριστικά τη συντήρηση ενός υπερχρεωμένου οργανισμού και τη διαμόρφωση πελατειακών σχέσεων με τους αγρότες ασφαλισμένους.
Η ψήφιση του σχετικού νόμου το καλοκαίρι που μας πέρασε, δεν έλυσε κανένα από τα προβλήματα αυτά, παρά τις εξαγγελίες.
Ο ΕΛΓΑ εξακολουθεί να χρειάζεται εξυγίανση, οικονομική και πολιτική. Πρέπει να συνεχίσει να είναι ένας οργανισμός πρόνοιας, κοινής ωφέλειας, δημόσιου, μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, που θα βασίζεται στην αρχή της κοινωνικής αλληλεγγύης.
Γι’ αυτό πρέπει να του εξασφαλίζονται τα απαραίτητα κονδύλια από τον κρατικό προϋπολογισμό, προκειμένου να καλύπτοντα έγκαιρα και δίκαια τους αγρότες οι οποίοι υπέστησαν ζημιές και είχαν απώλεια του εισοδήματός τους.
Ο κανονισμός του ΕΛΓΑ θα πρέπει να αλλάξει. Κλιματικές αλλαγές και νέες, επιπλέον, περιπτώσεις ζημιών πρέπει να συμπεριληφθούν. Να σταματήσουν οι κατ’ εξαίρεση αποζημιώσεις. Να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά η εισφοροδιαφυγή, για την οποία ευθύνονται κυρίως έμποροι και ενώσεις που παρακρατούν ασφαλιστικές εισφορές και να οργανωθούν μηχανισμοί ελέγχου με διαφάνεια και δικαιοσύνη. Να μειωθεί και να μην προκαταβάλλεται η εισφορά των αγροτών υπέρ ΕΛΓΑ από το 4% στο 3%, όσο δηλαδή ήταν πριν.




Να επισημάνω πως ανάπτυξη του αγροτικού τομέα και βελτίωση του αγροτικού εισοδήματος ιδιαίτερα για τα μικρομεσαία νοικοκυριά δεν νοείται χωρίς την Αγροτική Τράπεζα. Θέλουμε μια τράπεζα που θα είναι προσανατολισμένη στη χρηματοδότηση και την ενίσχυση της πρωτογενούς παραγωγής αλλά και του μεταποιητικού αγροτικού τομέα της χώρας. Και όλα αυτά υπό μία προϋπόθεση: να παραμείνει υπό δημόσιο έλεγχο, να διατηρήσει αλλά και θα επεκτείνει την εξειδίκευση της στην αγροτική παραγωγή που θα περιλαμβάνει φυσικά πρόσωπα παραγωγούς, συνεταιρισμούς, και θα ενισχύει προγράμματα περιφερειακής ανάπτυξης.
Παρά το ότι έχουμε μια θετική εξέλιξη με την αύξηση του μετοχικού της κεφαλαίου της ΑΤΕ κατά 1,26 δις ευρώ, υπάρχει πάντα ο κίνδυνος, αν δεν περάσει τα ευρωπαϊκά τεστ, που θεωρώ πως γνωρίζετε που αποσκοπούν, τότε να ενταχθεί σε ένα πρόγραμμα εξυγίανσης με στόχο την εξαγορά της από ιδιώτες.

Ως ΣΥΝ αλλά και ως ΣΥΡΙΖΑ έχουμε τη σταθερή θέση ότι σε περιόδους κρίσης, πολύ περισσότερο, χρειάζεται ένας ισχυρός δημόσιος χρηματοπιστωτικός πυλώνας, όπου θα συμμετέχουν η αγροτική τράπεζα, το Ταμείο παρακαταθηκών και Δανείων και το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο.

Βρισκόμαστε μπροστά σε σοβαρές εξελίξεις που θα κρίνουν σε μεγάλο βαθμό το μέλλον της ελληνικής γεωργίας και κτηνοτροφίας.
Πρόκειται για το σχέδιο νόμου περί συνεταιρισμών που θα έρθει σύντομα στη Βουλή και αφορά όλους μας γιατί είναι γνωστό ότι ο ρόλος των αγροτικών συνεταιρισμών είναι οικονομικός και κοινωνικός.
Σήμερα στην Ελλάδα εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις οι συνεταιρισμοί, οι ενώσεις, η ΠΑΣΕΓΕΣ αλλά και οι κλαδικές τριτοβάθμιες οργανώσεις λειτουργούν αντίθετα προς τις τρεις βασικές συνεταιριστικές αρχές και σίγουρα όχι προς όφελος των  αγροτών, της εθνικής οικονομίας και της κοινωνίας ειδικά της υπαίθρου.
Με το καθεστώς διανομής των επιδοτήσεων οι οποίες αντιπροσωπεύουν το 40% του αγροτικού εισοδήματος σήμερα, και σε κάποιες καλλιέργειες και κλάδους κτηνοτροφίας το 80-90%, δημιουργήθηκε το ανώμαλο καθεστώς να μην αμείβεται η παραγωγή αλλά η σχέση των συνεταιρισμών με την εξουσία και την εκάστοτε κυβέρνηση, η σχέση των παραγωγών με τη διοίκηση και αντίστροφα, με αποτέλεσμα τη μετατροπή τους σε εκλογικούς και πελατειακούς μηχανισμούς.

Διαπιστώνεται απαξίωση των ιδεών και των αξιών του συνεταιρίζεσθαι που οδηγεί σε πλήρη υποβάθμιση του ρόλου των συνεταιρισμών και των συνεταιριστικών οργανώσεων της χώρας.
Αυτό γίνεται περισσότερο αντιληπτό αν το συγκρίνουμε με την πορεία των συνεταιρισμών στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, οι οποίοι παρεμβαίνουν ουσιαστικά στην παραγωγική και εμπορική διαδικασία, στηρίζουν το αγροτικό εισόδημα, μειώνουν το κόστος παραγωγής και διασφαλίζουν καλύτερες τιμές για τα προϊόντα.

Το σχέδιο νόμου που έχουμε στα χέρια μας του ΥΠΑΑΤ δημιουργεί πολλά ερωτηματικά ως προς τους στόχους που επιδιώκει και αν και κατά πόσο θα επιτύχει την εξυγίανση του συνεταιριστικού κινήματος.

Αυτό που προκύπτει είναι ότι το νέο νομοσχέδιο επιχειρεί να μετατρέψει τους συνεταιρισμούς σε ιδιωτικές εταιρείες και ότι ετοιμάζεται να τιμωρήσει συνεταιρισμούς εν ονόματι της εξυγίανσης με υποχρεωτικές εκκαθαρίσεις ακόμη και περιουσιακών στοιχείων που έφτιαξαν τα μέλη τους. Επίσης το ελάχιστο εταιρικό κεφάλαιο των 60.000 ευρώ είναι πάνω από τις δυνατότητες των μικρομεσαίων αγροτών και καθίσταται όρος ανέφικτος. Είναι ενδεικτικό της αντιμετώπισης των αλλαγών που προωθούνται, το γεγονός ότι οι τράπεζες με την κοινοποίηση του νομοσχεδίου σταμάτησαν τις χρηματοδοτήσεις ακόμα και σε υγιείς συνεταιρισμούς γιατί βλέπουν θολό το τοπίο. Ανάλογα συνέβη και με τους προμηθευτές που ζητάν άμεσα και στο χέρι τα χρήματά τους.

Πρέπει λοιπόν να αγωνιστούμε για να μπει οριστικά τέλος στους συνεταιρισμούς-σφραγίδα και στα μικροκομματικά, πελατειακά και προσωπικά συμφέροντα.
Απαιτούμε τη ριζική αλλαγή στο θεσμικό πλαίσιο, τον προσανατολισμό, τη συγκρότηση και τη λειτουργία των συνεταιρισμών για να διασφαλίζεται η δημοκρατία, η διαφάνεια, η δημόσια λογοδοσία και ο κοινωνικός έλεγχος σε όλα τα στάδια της παραγωγής και διακίνησης αγροτικών προϊόντων από το χωράφι και το στάβλο μέχρι το πιάτο του καταναλωτή.

Σας ευχαριστώ
---------------------------------------------------------------
ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΒΟΥΛΗΣ
ΙΓ΄ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΜΕΝΗΣ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΣΥΝΟΔΟΣ Β΄
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΗ  ΡΙΖ΄
Παρασκευή 8 Απριλίου 2011
ΕΙΔΙΚΗ ΗΜΕΡΗΣΙΑ ΔΙΑΤΑΞΗ
ΤΗΣ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑΣ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ
Συζήτηση, σύμφωνα με το άρθρο 148 του Κανονισμού της Βουλής, επί του κατατεθέντος πορίσματος της Εξεταστικής Επιτροπής σχετικά με την πλήρη διερεύνηση της Υπόθεσης των Ομολόγων που ανακοινώθηκε στη Βουλή στις 30 Νοεμβρίου 2010.

ΛΙΤΣΑ ΑΜΜΑΝΑΤΙΔΟΥ-ΠΑΣΧΑΛΙΔΟΥ: Κυρία Υφυπουργέ, ίσως θα ήταν σκόπιμο στη σημερινή συζήτηση να ήταν εδώ και ο Υπουργός ή ο Υφυπουργός Οικονομικών γιατί η συζήτηση αφορά το “σκάνδαλο των ομολόγων”.
Η παρουσία του ΣΥΡΙΖΑ στην Εξεταστική Επιτροπή για τη διερεύνηση του σκανδάλου των δομημένων ομολόγων έγινε χωρίς να τρέφουμε αυταπάτες για τη λογική απόδοσης δικαιοσύνης μέσω μιας “βιομηχανίας” εξεταστικών και προανακριτικών επιτροπών.
Έχουμε να κάνουμε με παθογένειες που είναι στον πυρήνα των ακολουθούμενων οικονομικών πολιτικών από κόμματα που διαδέχονται το ένα το άλλο στη νομή της εξουσίας. Το αντικείμενο της επιτροπής ήταν εξ αρχής στενά περιορισμένο βάσει κομματικών σκοπιμοτήτων.
Δεν προβλήθηκε κάποιος σοβαρός λόγος ώστε να μην εξεταστεί και η υπόθεση του ομολόγου της Goldman Sachs του 2001, αλλά τελικά η κυβερνητική πλειοψηφία το αρνήθηκε.
Παρ’ ότι η διαδικασία διερεύνησης του σκανδάλου από την εξεταστική επιτροπή αναλώθηκε και αυτή τη φορά σε ένα θέατρο εντυπώσεων από τους Βουλευτές του ΠΑ.ΣΟ.Κ. και της Νέας Δημοκρατίας, προέκυψαν πληθώρα στοιχείων που δικαιολογούν την περαιτέρω διερεύνηση του αξιόποινου των πράξεων συγκεκριμένων πολιτικών προσώπων.
Προέκυψαν παράλληλα και χρήσιμα πολιτικά συμπεράσματα. Προέκυψε ότι το ελληνικό κράτος δεν διστάζει να ζημιώσει τα ασφαλιστικά ταμεία για να καλύψει τις μαύρες τρύπες που δημιουργεί η υποφορολόγηση του μεγάλου κεφαλαίου. Προέκυψε, επίσης, ότι ήταν πολύ αποτελεσματικό στο να το πετύχει αυτό σχεδιάζοντας σε επιτελικό επίπεδο, συντονίζοντας διορισμένους διοικητές ταμείων, κυβερνητικούς εκπροσώπους, γενικούς γραμματείς, χρηματιστές και τραπεζίτες.
Το ζήτημα της πώλησης δομημένων ομολόγων που συζητάμε σήμερα είναι μια ακόμα περίπτωση υφαρπαγής των εισφορών των εργαζομένων ώστε να καλυφθούν τρύπες της κεντρικής κυβέρνησης και να μοιραστούν κέρδη στις τράπεζες και τις χρηματιστηριακές εταιρείες. Αυτό είναι μια πρακτική που γίνεται παράνομα αλλά και σύμφωνα με την εκάστοτε εν ισχύ νομοθεσία τουλάχιστον εδώ και έξι δεκαετίες.
Και προφανώς δεν  είναι ένα πρόβλημα που ανήκει στο παρελθόν, το σχέδιο νόμου του ΣΕΠΕ, που είναι σε διαβούλευση, το οποίο προβλέπει ότι δύνανται τα ταμεία να αξιοποιούν μέχρι το 7% των διαθεσίμων τους, από 2% που είναι σήμερα, για την αγορά εντόκων γραμματίων του δημοσίου, υπερτριπλασιάζει το ποσοστό της περιουσίας των ταμείων που μπορεί να διατίθεται για να φορτωθούν τα ταμεία με τα «τοξικά» ομόλογα του κράτους.
Η διαφορά στο σκάνδαλο των δομημένων ομολόγων ήταν ότι για να επιτευχθεί  αυτό παραβιάστηκαν νόμοι και παρήχθη μαύρο χρήμα το οποίο κατευθύνθηκε σε μίζες εμπλεκομένων και, κατά μαρτυρίες, ένα μέρος τους έφτασε σε πολιτικά πρόσωπα. Και αυτό το στοιχείο το συνδέει με την πολύπαθη υπόθεση του σκανδάλου της Siemens για την οποία η συνήθης εξυπηρέτηση, εκ μέρους του δικομματισμού των ιδιωτικών προμηθευτών του δημοσίου, συνδυάστηκε με μια πολύχρονη πολιτική χρηματισμού προς πολιτικά πρόσωπα και προς πολιτικούς σχηματισμούς που διαχειρίζονται δημόσιο χρήμα.
Κακά τα ψέματα, κυρία και κύριοι συνάδελφοι, είναι πια κοινός τόπος ότι οι εξεταστικές και προανακριτικές επιτροπές της Βουλής έχουν καταντήσει άνευρες και αναμενόμενες κομματικές κόντρες. Κόντρες, που αναλώνονται στη χειρότερη περίπτωση σε επικοινωνιακές αψιμαχίες μεταξύ των κομμάτων για το ποιος είναι λιγότερο διεφθαρμένος και στην καλύτερη περίπτωση σε εσωκομματικό ξεκαθάρισμα λογαριασμών.
Και αναπότρεπτα το συμπέρασμα είναι κατώτερο των περιστάσεων και των καλλιεργούμενων προσδοκιών. Δεν πιστεύουμε ότι οι εξεταστικές και προανακριτικές επιτροπές θα φέρουν την κάθαρση στους θεσμούς και το κράτος ούτε ότι θα ξαναδώσουν στην πολιτική τη χαμένη της τιμή.
Στην Επιτροπή για τη Siemens οι κομματικά κατευθυνόμενες συγκρούσεις ήταν επικοινωνιακού περιεχομένου και κατάφεραν να εντείνουν το αίσθημα ατιμωρησίας αλλά κυρίως να κουκουλώσουν τις αμφίδρομες διαδρομές χρήματος, προμηθειών και πολιτικής στήριξης.
Αντίστοιχα στην υπόθεση του Βατοπεδίου η προανακριτική επιτροπή κωλυσιεργούσε, χρονοτριβούσε επί μήνες, παρ’ ότι είχε τεθεί το θέμα ότι πρόκειται για πράξεις αξιόποινες αλλά παραγεγραμμένες βάσει του άρθρου 86, παράγραφος 3 του Συντάγματος και του νόμου περί ευθύνης Υπουργών.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, η πολιτική τροπή που έχει πάρει η διερεύνηση των συγκεκριμένων σκανδάλων δεν μπορεί παρά να δημιουργεί την αίσθηση αμοιβαίου «κουκουλώματος» σκανδάλων με σοβαρές συνέπειες, πρώτον, για τον τρόπο διαχείρισης δημόσιου χρήματος και δεύτερον, για τις σχέσεις των κυβερνήσεων με μεγαλοπαράγοντες ιδιωτικών επιχειρήσεων και τραπεζών ξένων και ελληνικών.
Πάνω απ’ όλα, όμως, η διαφαινόμενη προσπάθεια συναινετικής συγκάλυψης των πολιτικών σκανδάλων έχει πολυδιάστατες συνέπειες για την αξιοπιστία του πολιτικού συστήματος.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, το Σώμα της Βουλής των Ελλήνων συνεδριάζει σήμερα για να κάνει τι ακριβώς;
Ποιο είναι τα δια ταύτα;
Ποιος είναι ο σκοπός αυτής της συνεδρίασης, πέρα από το να εκφράσουμε για άλλη μια φορά τη λύπη μας μπροστά στις πολιτικές της διαφθοράς του δικομματισμού;
Όταν οι εκπρόσωποι του ΠΑΣΟΚ και της Νέας Δημοκρατίας επαναλαμβάνουν το σύνθημα, που λέει « Όλα στο φως», ο λαός καταλαβαίνει ότι πίσω από τετριμμένες εκφράσεις, αυτό που υπονοείται είναι ότι γι’ άλλη μια φορά όλα θα μπουν «κάτω από το χαλί», όλα θα παραμείνουν «συσκοτισμένα».
Οι δηλώσεις των ειδικών αγορητών της κυβερνητικής πλειοψηφίας και της αξιωματικής αντιπολίτευσης, απλά, επιβεβαιώνουν τις επιφυλάξεις του ΣΥΡΙΖΑ για την «πλήρη απουσία» πολιτικής βούλησης να φανερωθεί η αλήθεια και να αποδοθεί, έστω και μια φορά, δικαιοσύνη.
Δυστυχώς, η σημερινή υποβάθμιση της συζήτησης με μόνο δεκαπέντε εγγεγραμμένους Βουλευτές στον κατάλογο, πέρα των πέντε εισηγητών, καθρεφτίζει τις διαθέσεις των δύο μεγάλων κομμάτων μαζί με το Λαϊκό Ορθόδοξο Συναγερμό, ο οποίος αποχώρησε.
Ευχαριστώ.
--------------------------------------------------------
ΕΡΩΤΗΣΗ
Προς τους κ.κ. Υπουργούς:
-Περιφερειακής Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας
-Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων
Θέμα: Αλλαγή του χρόνου διάρκειας του φρέσκου αγελαδινού γάλακτος
Οι συμπράξεις και οι συμφωνίες μεγάλων εταιρειών και γαλακτοβιομηχανιών διαμορφώνουν ως γνωστόν τις τιμές γάλακτος για τον παραγωγό και χειραγωγούν τον λεγόμενο «ελεύθερο ανταγωνισμό».
Μια τέτοια περίπτωση είναι και το ζήτημα του χαρακτηρισμού και της διάρκειας διατήρησης του γάλακτος, το οποίο φαίνεται ότι προωθεί το Υπουργείο Περιφερειακής Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας.
Συγκεκριμένα, εξετάζει την αλλαγή του χρόνου διάρκειας του «φρέσκου» αγελαδινού γάλακτος από 5 ημέρες σε 7 ή 9. Ήδη, από το 2006 το ΥΠΑΑΤ πρότεινε να μεγαλώσει η διάρκεια ζωής του «φρέσκου» γάλακτος από 5 σε 10 μέρες ώστε να χαμηλώσει η τιμή γιατί θεωρούσε ότι οι αγελαδοτρόφοι ευθύνονται για τις υψηλές τιμές του προϊόντος. Έγινε όμως φανερό ότι οι τιμές διαμορφώνονται από την εκβιαστική συμπεριφορά των γαλακτοβιομηχανιών  που ανάγκασε μάλιστα πολλούς παραγωγούς να αποσυρθούν.
Υπάρχει ωστόσο μια ελληνική πρωτοτυπία: ο χαρακτηρισμός «φρέσκο γάλα» καθώς και η διαφημιστική επινόηση που επιβαρύνει ακόμη περισσότερο την τιμή λόγω προβολής του ως επωνύμου προϊόντος.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Συνδέσμου Ελληνικής Κτηνοτροφίας, η διεύρυνση των ημερών κατανάλωσης του φρέσκου γάλακτος αποτελεί τον δούρειο ίππο για την είσοδο του εισαγόμενου γάλακτος στη χώρα μας, σε ποσότητες εξαιρετικά μεγαλύτερες από τις ήδη εισαγόμενες, καταφέρνοντας ένα ακόμα πλήγμα στο ελλειμματικό σήμερα ισοζύγιο αγροτικών προϊόντων και τροφίμων.
Ο ΣΕΚ επισημαίνει ότι πέραν του ότι είναι συζητήσιμο το κατά πόσο το γάλα παραμένει φρέσκο μετά από 7 ή 9 ημέρες, το ενδεχόμενο της διεύρυνσης θα αποτελέσει την ταφόπλακα της αγελαδοτροφίας της χώρας μας, ειδικά σε μια περίοδο που η κτηνοτροφία περνάει σοβαρή κρίση. Όπως εκτιμάται η παραγωγή γάλακτος μειώνεται συνεχώς, καθώς ήδη έχει σημειωθεί μείωση στους 650.000 από τους 850.000 τόνους που είναι η ποσόστωση για τη χώρα μας, και οι αγελαδοτροφικές μονάδες κλείνουν η μια μετά την άλλη.
Κατόπιν των παραπάνω,

ερωτώνται οι κ.κ. Υπουργοί:

  • Θα λάβουν σοβαρά υπόψη τις ενστάσεις που διατυπώνονται για τους κινδύνους στην ελληνική αγελαδοτροφία ώστε να μην προχωρήσουν στην αλλαγή του χρόνου διαρκείας του γάλακτος και να αποτραπούν οι εισαγωγές;


Η ερωτώσα βουλευτής

Ευαγγελία Αμμανατίδου-Πασχαλίδου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου